φύτεμα
(ουσ. ουδ.)
χύτιμα
[ˈçitima]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. φύτευμα. Για τον τύπ., βλ. ρ. φυτεύω, όπου και τύπ. χυτεύω.
Φύτεμα
Μισθ.