φύτεμα
(ουσ. ουδ.)
χούτιμα
[ˈxutima]
Μισθ.
Από το ρ. φυτεύω, όπου και τύπ. χουτεύου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φύτεμα
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025