φύσημα
(ουσ. ουδ.)
φύσημα
[ˈfisima]
Φάρασ.
φούσημα
[ˈfusima]
Μαλακ.
Το αρχ. φύσημα. Για τον τύπ. φούσημα, πβ. ρ. φυσώ όπου και τύπ. φουσώ.