φύρα
(ουσ. θηλ.)
φύρα
[ˈfira]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. φυράω-ῶ υποχωρητ.
Φύρα
Σίλ.
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025