ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυσγόνι (ουσ. ουδ.) φυσγόνι [fisˈɣoni] Αραβαν., Σινασσ. φυσγκόνι [fisˈgoni] Γούρδ. φουσκόνι [fusˈkoni] Φερτάκ. φοσγόνι [fosˈɣoni] Μισθ. Από αμάρτ. φυσκώνιον (< αρχ. φύσκων), βλ. Andriotis (1974: λ. 6487). Πιθ. και από το αρχ. ουσ. φύσκη = φούσκα με παραγωγ. επίθμ. -όνι.
Πνεύμονας ό.π.τ. : || Φρ. Κάηκι ντου φοσγόνι τ’ (κάηκε ο πνεύμονάς του˙ το έλεγαν για κάποιον που πίνει πολύ νερό) Μισθ. -Κωστ.Μ.