ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυτέδι (ουσ. ουδ.) φυτέδ' [fiˈteð] Ανακ., Μαλακ. φ'τέδ' [fteð] Ανακ., Σινασσ. Πληθ. φυτέδια [fiˈteðʝa] Ανακ. Από το μεταγν. ουσ. φυτάς = φυτό (θ. φυτάδ-) και το υποκορ. παραγωγ. επίθμ. .
Δενδρύλλιο ή νεαρό φυτό ό.π.τ. : || Φρ. Το σ̑ήμερα είναι σεράνdα να φας, σεράνdα να πιεις, σεράνdα σεκέτια να δώσεις, σεράνdα φυτέδια να φυτέψεις (Σήμερα είναι σαράντα να φας, σαράντα να πιεις, σαράντα ελεημοσύνες να δώσεις, σαράντα νέα δέντρα να φυτέψεις˙ Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, έπρεπε να κάνουν κάτι σαράντα φορές κατά τη γιορτή των Αγίων Σαράντα στις 9 Μαρτίου) Ανακ. -Κωστ.Α. Tου μπιτιργκενιού το φ'τέδ' (Το δεντράκι της βερικοκκιάς˙ Έπαινος για κοπέλα) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Του Χαγιαδιού μου τ' άσλαμα, τ' Αχτσερενιού μ' το φ'τέδι (Η αχλαδιά μου από το Καγιά, το δεντρί μου από το Ακ-Σεράι
νανούρισμα)
Ανακ. -ΚΜΣ-CD
Συνών. φυτό, φύτρα