ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φωλεύω (ρ.) φωλεύω [foˈlevo] Φλογ. Αόρ. φώλεψα [ˈfolepsa] Φλογ. Αρχ. ρ. φωλεύω = κρύβομαι σε τρύπα.
Φτιάχνω φωλιά, κατοικώ Φλογ. : || Φρ. Μέσι τ’ φώλεψαν γιαβόλ’ (Μέσα του έφτιαξαν φωλιά οι διάβολοι˙ Μπήκε μέσα του το πνεύμα του κακού, κυριεύτηκε από το κακό πνεύμα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361