ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φύτρος (ουσ. αρσ.) φύτρος [ˈfitros] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. φύτρον με μεταπλ. του γένους. Πβ. και αρχ. φιτρός = κορμός δέντρου.
Κλαδί Φάρασ. : Φύdεψε ντα, έβγκ’ α φύτρος (Το φύτεψε, βγήκε νέο κλαδί) Φάρασ. -Dawk. Σου γισ̑καλακού το φύτρο κρέμασ' άλλεκον τζείνο μέγο γισ̑καλάκι (Στο κλαδί της κολοκυθιάς κρέμασε ένα τόσο μεγάλο κολοκύθι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.