μπουντάκ
(ουσ. ουδ.)
μπουντάκ
[buˈdak]
Τροχ.
πουτάχ'
[puˈtax]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. budak = α) ρόζος β) κλωνάρι.