μπουνταλαλίκι
(ουσ. ουδ.)
πουταλαλίκια
[putalaʹlica]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. budalalık = ανοησία, χαζομάρα, με απλολογ. αποβ. συλλαβής.
Στον πληθ., ανοησίες.
Συνών.
αβαναχλίχι, άρατα, χαϊβανλίκι