μπουντάτημα
(ουσ. ουδ.)
πουτάτημα
[puˈtatima]
Φάρασ.
πουτάτ'μα
[puˈtatma]
Φάρασ.
μπουντάζημα
[buˈdadzima]
Σίλ.
Από το ρ. μπουντατίζω, όπου και τύπ. πουτατίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.