ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουντάτημα (ουσ. ουδ.) πουτάτημα [puˈtatima] Φάρασ. πουτάτ'μα [puˈtatma] Φάρασ. μπουντάζημα [buˈdadzima] Σίλ. Από το ρ. μπουντατίζω, όπου και τύπ. πουτατίζου, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κλάδεμα : Τα κόφτσειναμ’, μπουντάτζημα το λέειναμ’το κόψιμα (Τα κλαδεύαμε (τα αμπέλια), μπουντάτζημα το λέγαμε το κλάδεμα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. κλάδεμα, κλάδος