μπουλουντώ
(ρ.)
μπουλουνdώ
[bulunˈdo]
Σίλ.
Από τον αόρ. bulundu του τουρκ. ρ. bulunmak = βρίσκομαι.
Βρίσκομαι, είμαι παρών
Σίλ.
:
Πότι κι αν έρσ̑ιτι, του σπίτσ̑ι μπουλουνdώ
(όποτε και να έρθετε, στο σπίτι θα βρίσκομαι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
βρίσκω :2