ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουλαστίζω (ρ.) μπουλαστίζω [bulaˈstizo] Μαλακ. πουλαστι-έζω [pulastiˈezo] Φάρασ. πουλασ̑τι-έω [pulaʃtiˈeo] Φάρασ. πουλασ̑τώ [pulaˈʃto] Φλογ. Αόρ. πουλασ̑τί-εσα [pulaʃtiˈesa] Φάρασ. Από τον αόρ. bulaştı του τουρκ. ρ. bulaşmak = α) λερώνομαι, πασαλείβομαι β) κολλώ πάνω σε κάτι γ) μεταδίδω αρρώστια δ) ανακατεύομαι σε κάτι.
1. Μτβ., λερώνω κάποιον ή κάτι Φάρασ., Φλογ. : Γιαγλάτανεν νύφης τα χέρα, κι απάνω τ'νε δήνισ̑κεν ένα γεμενί, με πουλασ̑τά εδώρτα-ικεί τεγί (Άλειφε τα χέρια της νύφης, και απάνω τους έδενε ένα μαντήλι, για να μη λερώνει εδώ κι εκεί) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Είσ’ανdί κακόνα ραβντί, τσ̑άπ’ α σε πιέσουν, μπουλαστι-έσ’ (Είσαι σαν σκατωμένο ραβδί, όπου κι αν σε πιάσουν λερώνεις˙ για άνθρωπο ακἀθαρτο σωματικά ή και ηθικά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Αμτβ., λερώνομαι, πασαλείβομαι Φλογ.
β. Μολύνομαι Μαλακ.
3. Ανακατεύομαι, εμπλέκομαι Σατ., Φάρασ. : Σο σ̑οιρίδι μη πουλαστές, α ’ινείς περπάτ’ (Μην ανακατεύεσαι, με το γουρούνι, θα λερωθείς) Σατ. -Παπαδ.