μπουλάι
(ουσ. ουδ.)
μπουλάι
[buˈlai]
Σινασσ.
πουλάης
[puˈlais]
Σινασσ.
Πληθ.
μπουλάγια
[buˈlaʝa]
Σινασσ.
Αγν. ετύμ.
Πλαγιά βουνού
ό.π.τ.
:
Ασ’ το πρωί κόπαν τα γόνατα μ’ τρέξε εδά, τρέξε εκειά, στα μπουλάγια και στα τεπέδια
(Από το πρωί κόπηκαν τα γόνατά μου τρέξε εδώ, τρέξε εκεί, στα βουνά και στις ραχούλες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Το άλογό μ' άφ'κα το σου Σαχλού τομ μπουλάι
(Το άλογό μου το άφησα στην πλαγία του Σαχλού)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Eτούτο τί διαστραμμένο πουλάης έν', κόντεψε να σακατέψω το άλογο
(Αυτή τη στραβή πλαγιά είναι, κόντεψα να σακατέψω το άλογο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
γιαμάτς :1, γιάνι :3, κάχι, ράχη :2