ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουγουτζής (ουσ. αρσ.) μπουγουτζ̑ής [buɣuˈdʒis] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. büyücü = μάγος ή μάγισσα.
Μάγος : Ήτουνε μέγα μπουγουτζ̑ής, τζες του κονdάνκε ρεμίλι, χέρι το σ̑έγι κατένκεν τα (Ήτανε μεγάλη μάγισσα, όταν έρριχνε βότσαλα για γεωμαντεία, μάθαινε τα πάντα) Φάρασ. -Dawk.Boy Συνών. τσιντάρ, Πβ. τζαντί
Τροποποιήθηκε: 10/04/2025