μπουγάς
(ουσ. αρσ.)
μπουγάς
[buˈɣas]
Μισθ., Τσαρικ.
πουγάς
[puˈɣas]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. μπουγάς = ταύρος (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. boğa = ταύρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. buğa.
1. Ταύρος
ό.π.τ.
:
Πηάεις ντου χτήνου σου μπουγά
(Πας την αγελάδα στον ταύρο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αρσενικό μοσχάρι άνω των 10 μηνών που δεν έχει ακόμα οχεύσει
Μισθ.
3. Η λ. ως επών.