ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουγάς (ουσ. αρσ.) μπουγάς [buˈɣas] Μισθ., Τσαρικ. πουγάς [puˈɣas] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. μπουγάς = ταύρος (βλ. Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. boğa = ταύρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. buğa.
1. Ταύρος ό.π.τ. : Πηάεις ντου χτήνου σου μπουγά (Πας την αγελάδα στον ταύρο) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αρσενικό μοσχάρι άνω των 10 μηνών που δεν έχει ακόμα οχεύσει Μισθ.
3. Η λ. ως επών.