μποσλάημα
(ουσ. ουδ.)
μποσλάιμα
[boˈzlaima]
Μισθ.
Από το θ. μποσλα- του ρ. μποσλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ημα. Πβ. τουρκ. boşlama = εγκατάλειψη.
2. Χωρισμός
3. Σταμάτημα