μποσλάημα
(ουσ. ουδ.)
μποσλάημα
[boˈslaima]
Μισθ.
Από το θ. μποσλα- του ρ. μποσλατίζω και το παραγωγ. επίθμ. -ημα. Πβ. τουρκ. boşlama = εγκατάλειψη.
2. Χωρισμός
Συνών.
χωρισιά
3. Σταμάτημα
Τροποποιήθηκε: 15/08/2025