μπορσλαντώ
(ρ.)
μπροσλανdώ
[broslanˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
μπροσλάντζησα
[brosˈlandzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. borçlanmak = μπαίνω σε χρέος, χρωστώ. Για τον τύπ. πβ. τουρκ. ουσ. borç = χρέος, όπου και διαλεκτ. τύπ. borş.
Χρωστὠ
:
Μπροσλάνdζησα πολλά παρά
(Χρωστούσα πολλά λεφτά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6