ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπορσλαντώ (ρ.) μπροσλανdώ [broslanˈdo] Σίλ. Αόρ. μπροσλάντζησα [brosˈlandzisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. borçlanmak = μπαίνω σε χρέος, χρωστώ. Για τον τύπ. πβ. τουρκ. ουσ. borç = χρέος, όπου και διαλεκτ. τύπ. borş.
Χρωστὠ : Μπροσλάνdζησα πολλά παρά (Χρωστούσα πολλά λεφτά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6