ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπομπού (ουσ. ουδ.) μποbού [boˈbu] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pumpul = α) τσουλούφι β) λοφίο πτηνού, γ) φούντα, όπου και τύπ. pumpuş και pupuş (THADS, λ. pumpul).
Φούντα με φτερά από λαιμό πετεινού με την οποία στόλιζαν το κεφάλι της νύφης, η οποία το φορούσε έως και 12 μήνες μετά το γάμο Μισθ.