μπομπού
(ουσ. ουδ.)
μποbού
[boˈbu]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. pumpul = α) τσουλούφι β) λοφίο πτηνού, γ) φούντα, όπου και τύπ. pumpuş και pupuş (THADS, λ. pumpul).
Φούντα με φτερά από λαιμό πετεινού με την οποία στόλιζαν το κεφάλι της νύφης, η οποία το φορούσε έως και 12 μήνες μετά το γάμο
Μισθ.