μπολμπολτσής
(επίθ.)
μπολboλτσής
[bolbolˈtsis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. bol bol = άφθονος, πλούσιος (< bol με εμφατική αναδίπλωση), και το παραγωγ. επίθμ. -τζής.
Πβ.
μπολ
Πολυέξοδος, σπάταλος
Μαλακ.