μπόρημα
(ουσ. ουδ.)
πόρημα
[ˈporima]
Ουλαγ.
Από το θ. πορη- του ρ. μπορώ όπου και τύπ. πορώ και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η δυνατότητα να γίνει κάτι, οι απαιτήσεις για να γίνει κάτι
Ουλαγ.
:
Ντό πόρημα τ’ τι ’ναι γκαι ντεν μπορείς;
(Τι απαιτείται για να το κάνεις και δεν μπορείς;)
Ουλαγ.
-Κεσ.