ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπόρημα (ουσ. ουδ.) πόρημα [ˈporima] Ουλαγ. Από το θ. πορη- του ρ. μπορώ όπου και τύπ. πορώ και παραγωγ. επίθμ. -μα.
Η δυνατότητα να γίνει κάτι, οι απαιτήσεις για να γίνει κάτι Ουλαγ. : Ντό πόρημα τ’ τι ’ναι γκαι ντεν μπορείς; (Τι απαιτείται για να το κάνεις και δεν μπορείς;) Ουλαγ. -Κεσ.