ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπόμπα (ουσ. θηλ.) μπόbα [ˈboba] Σίλ. μπούbα [ˈbuba] Μισθ. Αρσ. πομbάς ο [pomʹbas] Φάρασ. βομπάς [vomʹbas] Τσουχούρ. Από νεότ. ουσ. μπόμπα (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από ιταλ. bomba (< λατιν. bombus < αρχ. βόμβος). Πβ. και τουρκ. bomba όπου και διαλεκτ. τύπ. bumba.
1. Βόμβα ό.π.τ. : Να ερρίξασι τρία χρόνους μπόbες, ρε φκιαϊνόσ̑καμι χαπάρι (Και να ρίχνανε για τρία χρόνια μπόμπες, δεν θα παίρναμε χαμπάρι) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Οβίδα Τσουχούρ., Φάρασ. : Ατσ̑εί του τσαπίσκανι, η κουκού μου η Μαρία ηύριν α βομπάς (Εκεί που τσάπιζαν, η γιαγιά μου η Μαρία βρήκε μιά οβίδα, ενν. που δεν είχε σκάσει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.