μποραζάνος
(ουσ. αρσ.)
ποραζάνους
[poruˈzanus]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. μποραζάνης, το οπ. από το τουρκ. borazan = σαλπιγκτής. Πβ. ποντ. μποροζαντζ̑ής.
Σαλπιγκτής
Φάρασ.