ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπόρτσι (ουσ. ουδ.) μπόρτσ̑ι [ʹbortʃi] Σίλ. μπόρτσ̑’ [ˈbortʃ] Ουλαγ. Πληθ. μπόρτσ̑α [ˈbortʃa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. borç = χρέος.
1. Οικονομικό χρέος, οφειλή ό.π.τ. : Έχου μπόρτσ̑α πολλά παρά (Χρωστάω πολλά λεφτά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Σπιτσ̑ού το μπόρτσ̑ι σέλ’ να τα γουλτώσουμ’ (Του σπιτιού το χρέος πρέπει να το τελειώσουμε, να το αποπληρώσουμε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. χρέος
2. Ηθικό χρέος, υποχρέωση Ουλαγ. Συνών. άχτι :1, βαζιφές :1, μουννέτι