μπόρτσι
(ουσ. ουδ.)
μπόρτσ̑ι
[ʹbortʃi]
Σίλ.
μπόρτσ̑’
[ˈbortʃ]
Ουλαγ.
Πληθ.
μπόρτσ̑α
[ˈbortʃa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. borç = χρέος.
1. Οικονομικό χρέος, οφειλή
ό.π.τ.
:
Έχου μπόρτσ̑α πολλά παρά
(Χρωστάω πολλά λεφτά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Σπιτσ̑ού το μπόρτσ̑ι σέλ’ να τα γουλτώσουμ’
(Του σπιτιού το χρέος πρέπει να το τελειώσουμε, να το αποπληρώσουμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
χρέος