μποσγούνι
(ουσ. θηλ.)
ποσγούνι
[poˈzɣun]
Φάρασ.
Πληθ.
μποσγούνια
[boˈzɣuɲa]
Μισθ.
ποσγούνε
[poˈzɣune]
Φάρασ.
ποσγούνα
[poˈzɣuna]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. bozgun, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. bozğun = α) ήττα β) όλεθρος γ) ηττημένος δ) παλαιότ., σπασμένος, φθαρμένος ε) διαλεκτ., (για χρήματα) ψιλά.
1. Ως επίθ., χαλασμένος
Αφσάρ., Φάρασ.
2. Ως ουσ., ψιλά χρήματα
Μισθ.
:
Σωρώουμ' μποσγούνια μισό φράγκο ισύ, δυό φράγκα 'σύ
(μαζεύουμε κέρματα, μισό φράγκο εσύ, δυο φράγκα εσύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.