ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποσγούνι (ουσ. θηλ.) ποσγούνι [poˈzɣun] Φάρασ. Πληθ. μποσγούνια [boˈzɣuɲa] Μισθ. ποσγούνε [poˈzɣune] Φάρασ. ποσγούνα [poˈzɣuna] Αφσάρ. Από το τουρκ. επίθ. bozgun, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. bozğun = α) ήττα β) όλεθρος γ) ηττημένος δ) παλαιότ., σπασμένος, φθαρμένος ε) διαλεκτ., (για χρήματα) ψιλά.
1. Ως επίθ., χαλασμένος Αφσάρ., Φάρασ.
2. Ως ουσ., ψιλά χρήματα Μισθ. : Σωρώουμ' μποσγούνια μισό φράγκο ισύ, δυό φράγκα 'σύ (μαζεύουμε κέρματα, μισό φράγκο εσύ, δυο φράγκα εσύ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.