μποστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
ποστιέσιμα
[postiˈesima]
Φάρασ.
ποστιέσ'μα
[postiˈezma]
Φάρασ.
Από το ρ. μποζντώ, όπου και τύπ. ποστιέζω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Χάλασμα χαρτονομίσματος σε ψιλά.