ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποσμπογάζι (επίθ.) μποσ̑μπογάζ [boʃboˈɣaz] Μαλακ. μποσπογάν [bospoˈɣan] Μισθ. ποσ̑πουγάζι [poʃpuˈɣazi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. boşboğaz = αδιάκριτος. Πβ. ποντ. ποσ̑πογάζης.
1. Ως επίθ., φλύαρος, αθυρόστομος Μαλακ., Φάρασ. Συνών. γκεβεζές, λαφαζάνος, λαφτσής
2. Ως ουσ., αλήτης Μισθ. : Άσ’ του ατό, μποσπογάν τσείδι (Άφησέ τον αυτόν, είναι αλήτης) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γοπούχος, μπεσλεμές, μποσνάκης