μποσμπογάζι
(επίθ.)
μποσ̑μπογάζ
[boʃboˈɣaz]
Μαλακ.
μποσπογάν
[bospoˈɣan]
Μισθ.
ποσ̑πουγάζι
[poʃpuˈɣazi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. boşboğaz = αδιάκριτος. Πβ. ποντ. ποσ̑πογάζης.
2. Ως ουσ., αλήτης
Μισθ.
:
Άσ’ του ατό, μποσπογάν τσείδι
(Άφησέ τον αυτόν, είναι αλήτης)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γοπούχος, μπεσλεμές, μποσνάκης