ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποσλατίζω (ρ.) μποσλαΐζου [boslaˈizu] Μισθ. ποσ̑λατώου [poʃlaˈtou] Φάρασ. Αόρ. μποσλάτ’σα [bosˈlatsa] Μισθ. ποσ̑άλτσα [poˈʃaltsa] Φάρασ. Προστ. μποσλάδα [bosˈlaða] Μισθ. ποσ̑λάτα [poʃʹlata] Φάρασ. Μτχ. ποσ̑λατημένου [poʃlatiˈmenu] Φάρασ. Από τον αόρ. boşladı του τουρκ. ρ. boşlamak = α) εγκαταλείπω β) αδιαφορώ γ) διαλεκτ., αφήνω, αμολώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Εγκαταλείπω, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο ό.π.τ. : Μποσλάτ’σιν ναίκα τ' τσι ντα φσ̑άχα τ’ (Eγκατέλειψε την γυναίκα του και τα παιδιά του) Μισθ. -Κοτσαν. Μποσλάδα ντου τσ’ έλα ντάμα μ’ (Παράτα την και έλα μαζί μου) Μισθ. -Κοτσαν. Πβ. μποσαντίζω
2. Παρατάω, σταματώ να κάνω κάτι Μισθ. : Μποσλάδα του άλλου! (Παράτα το πια, σταμάτα επιτέλους, άσ'το!) Μισθ. -Μακρ.
3. Αφήνω να φύγει κάποιος, αμολώ Φάρασ. : Τσ̑ας όρ'σανε τ’ αβτζ̑ιλίκι τουνε, το ’ρκούδι ποσ̑άλτσεν το μεντζ̑ιλίσ̑ι (Αφού όρισαν την περιοχή κυνηγίου τους, η αρκούδα διέλυσε την συνέλευση) Φάρασ. -Παπαδ.