μποσλατίζω
(ρ.)
μποσλαΐζου
[boslaˈizu]
Μισθ.
ποσ̑λατώου
[poʃlaˈtou]
Φάρασ.
Αόρ.
μποσλάτ’σα
[bosˈlatsa]
Μισθ.
ποσ̑άλτσα
[poˈʃaltsa]
Φάρασ.
Προστ.
μποσλάδα
[bosˈlaða]
Μισθ.
ποσ̑λάτα
[poʃʹlata]
Φάρασ.
Μτχ.
ποσ̑λατημένου
[poʃlatiˈmenu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. boşladı του τουρκ. ρ. boşlamak = α) εγκαταλείπω β) αδιαφορώ γ) διαλεκτ., αφήνω, αμολώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Εγκαταλείπω, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο
ό.π.τ.
:
Μποσλάτ’σιν ναίκα τ' τσι ντα φσ̑άχα τ’
(Eγκατέλειψε την γυναίκα του και τα παιδιά του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μποσλάδα ντου τσ’ έλα ντάμα μ’
(Παράτα την και έλα μαζί μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Πβ.
μποσαντίζω
2. Παρατάω, σταματώ να κάνω κάτι
Μισθ.
:
Μποσλάδα του άλλου!
(Παράτα το πια, σταμάτα επιτέλους, άσ'το!)
Μισθ.
-Μακρ.
3. Αφήνω να φύγει κάποιος, αμολώ
Φάρασ.
:
Τσ̑ας όρ'σανε τ’ αβτζ̑ιλίκι τουνε, το ’ρκούδι ποσ̑άλτσεν το μεντζ̑ιλίσ̑ι
(Αφού όρισαν την περιοχή κυνηγίου τους, η αρκούδα διέλυσε την συνέλευση)
Φάρασ.
-Παπαδ.