ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουγάτ (ουσ. ουδ.) μπουγάτ [buˈɣat] Αξ. Από το νεότ. ουσ. μπουκάτι = α) σιτηρά, καρποί β) αγαθά, περιουσία (< ρουμ. bucate ‘τροφή’) (Λεξ. Κριαρά).
Αγαθά, τα προς το ζην : Ετούτα με δώκαν μπουγάτ (Τούτα (τα χωράφια) μου έδωσαν τα προς το ζην) Αξ. -ΙΛΝΕ 1556 Συνών. γκετσίμι :3
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025