μπουγάτ
(ουσ. ουδ.)
μπουγάτ
[buˈɣat]
Αξ.
Από το νεότ. ουσ. μπουκάτι = α) σιτηρά, καρποί β) αγαθά, περιουσία (< ρουμ. bucate ‘τροφή’) (Λεξ. Κριαρά).
Αγαθά, τα προς το ζην
:
Ετούτα με δώκαν μπουγάτ
(Τούτα (τα χωράφια) μου έδωσαν τα προς το ζην)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1556
Συνών.
γκετσίμι :3
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025