ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουζουντίζω (ρ.) μπουζουντίζω [buzunˈdizo] Τροχ. Αόρ. μπουζούντ'σα [buˈzuntsa] Τροχ. Aπό το τουρκ. ρ. bozulmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. bozunmak = α) χαλάω, σαπίζω β) διαφθείρομαι
Χειροτερεύω, για καιρικές συνθήκες : Το χαβά μπουζούντ’σε (Ο καιρός χάλασε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Πβ. βαρυνίσκω :2, βαρυφορτώνει, Αντίθ ανοίγω :5, γλυκαίνω :3, καλοσυνεύω
Τροποποιήθηκε: 27/03/2025