μπουλαμάς
(ουσ. αρσ.)
μπουλαμά
[bulaˈma]
Αξ., Σεμέντρ.
Από το τουρκ. ουσ. bulama = α) χυλός, αλεύρωμα β) διαλεκτ., φαγητό με αβγό σε βρασμένο γάλα. Η λ. και Α.Θράκ. Πόντ.