μπουλάτα
(ουσ. θηλ.)
μπουλάτα
[buˈlata]
Ανακ., Αξ., Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. bulada = κοτόπουλο (Redhouse), αντιδάνειο από τη νεότ. λ. πουλάδα (Λεξ. Κριαρ.), η οπ. από τo νεότ. ουσ. πουλάδα (Λεξ. Κριαρ.), από το ουσ. πουλί και το παραγωγ. επίθμ. -άδα. Για την τροπή [ð] > [t] βλ. και Κωστάκης (1968: 40). Δεν σχετίζεται ετυμολογικώς με το μεσν. ουσ. πουλάδα = νεαρή φοράδα. Βλ. και Tietze (1955: 236).
Νεαρή κότα, πουλάδα
ό.π.τ.
Πβ.
πουλάδι