πουλάδι
(ουσ. ουδ.)
πουλάι
[puˈlai]
Μισθ.
πουλάδ'
[puʹlað]
Φλογ.
πουλάγ'
[puˈlaʝ]
Αξ.
Πληθ.
φκάδε
[ˈfkaðe]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. πουλάδα = νεαρή κότα, και το παραγωγ. επίθμ. -ι. Η τροπή [pl] > [fk] ομαλή στο ιδ. Φαράσων.
Θηλυκό κοτόπουλο, πουλάδα
ό.π.τ.
:
Ιτά ’ναι κολόκας πουλί, μεγάλωσι, γένη πουλάι
(Aυτό είναι κλώσσας κλωσσόπουλο, μεγάλωσε, έγινε κοτόπουλο)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Πβ.
μπουλάτα