ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλάδι (ουσ. ουδ.) πουλάι [puˈlai] Μισθ. πουλάδ' [puʹlað] Φλογ. πουλάγ' [puˈlaʝ] Αξ. Πληθ. φκάδε [ˈfkaðe] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. πουλάδα = νεαρή κότα, και το παραγωγ. επίθμ. . Η τροπή [pl] > [fk] ομαλή στο ιδ. Φαράσων.
Θηλυκό κοτόπουλο, πουλάδα ό.π.τ. : Ιτά ’ναι κολόκας πουλί, μεγάλωσι, γένη πουλάι (Aυτό είναι κλώσσας κλωσσόπουλο, μεγάλωσε, έγινε κοτόπουλο) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Πβ. μπουλάτα