ποτσιμέζω
(ρ.)
ποτσιμέζω
[potsiˈmezo]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ἀπόζουμον και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. αποζούμι = α) υπόλειμμα ζωμού β) το νερό μετά την πλύση οικιακών σκευών γ) το νερό από μπουγάδα (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀποζούμι Α1, 2, 4).
1. Ξεζουμίζω
2. Στύβω ρούχα