ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτσιμέζω (ρ.) ποτσιμέζω [potsiˈmezo] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ἀπόζουμον και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. αποζούμι = α) υπόλειμμα ζωμού β) το νερό μετά την πλύση οικιακών σκευών γ) το νερό από μπουγάδα (βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀποζούμι Α1, 2, 4).
1. Ξεζουμίζω
2. Στύβω ρούχα