ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποτίζω (ρ.) ποτίζω [pοˈtizo] Αξ. ποτίζου [pοˈtizu] Μισθ., Φάρασ. ποτσ̑ίζω [pοˈtʃizo] Αραβαν., Γούρδ. ποτσίζου [pοˈtsizu] Σίλ. ποdίζω [pοˈdizo] Φλογ. ποτσίνου [pοˈtsinu] Σίλ. ποτώ [poˈto] Γούρδ., Τελμ. Παρατατ. πότιζα [ˈpotiza] Μισθ., Τροχ. πότεινα ['potina] Τελμ. πότσινα ['potsina] Σίλ. Αόρ. πότ'σα [ˈpotsa] Φάρασ. Προστ. πότα [ˈpota] Τελμ. Αρχ. ρ. ποτίζω.
1. Δίνω σε κάποιον να πιεί Ανακ., Μισθ., Τροχ., Φάρασ. : Στέρου πότ'σεν ντα κρασί (Έπειτα τους πότισε κρασί) Φάρασ. -Dawk. Λε ντι κι το φσ̑άχι, 'α ποτίσω τ' άβγο μου (Λέει το παιδί, θα ποτίσω το άλογό μου) Φάρασ. -Grég. Με το δαχτυλήθρα πότιζάμ' το νερό, να 'ενεί έξυπνο (Το ποτίζαμε (ενν. το μωρό) νερό με τη δαχτυλήθρα, για να γίνει έξυπνο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. || Φρ. Τάιζα, πότιζα δα (Τους τάϊζα, τους πότιζα˙ τους φρόντιζα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Ποτίζω χωράφι, αμπέλι κ.τ.ο ό.π.τ. : Τ' αbέλια τα πότσιναν με νιαρό (Τα αμπέλια τα πότιζαν με νερό ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ένα ναίκα ήτον σο χωράφι και πότιζεν τ' αμbέλι τσης· εκεί που ποτούσεν ξέβην ένα Τούρκος και ερχότον προς εκείνηνα (Μια γυναίακ ήταν στο χωράφι και πότιζε το αμπέλι της· εκεί που πότιζε βγήκε ένας Τούρκος και ερχόταν προς εκείνην) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Έπαιρνε νερό ασ' σο ρέμα μέσα και πότεινε το χωράφι τ’ (Έπαιρνε νερό μέσα από το ρέμα και πότιζε το χωράφι του) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πότιζαμ' μπαbάτσ̑', φέριξαμ' ξερικό μπαbάτσ̑', ξερικό μουσ̑ούρ' (Ποτίζαμε το βαμβάκι, φέρναμε ξερικό μπαμπάκι, ξερικό καλαμπόκι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αρδεύω, χάφτω