ποτούκ
(ουσ. ουδ.)
π͑οτούκ
[pʰoˈtuk]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. potuk = το μικρό του βουβαλιού, του σκύλου, της αρκούδας, του γουρουνιού ή της καμήλας.
Το μικρό του βουβαλιού