πουβά
(ουσ.)
πουβά
[puˈva]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. buva = στην παιδική γλώσσα, το νερό (Tietze 2016: λ. bu IV, THADS, λ. buva I).
Παιδική λέξη για το νερό
ό.π.τ.