ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουβά (ουσ. ουδ.) πουβά [puˈva] Αξ., Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. buva = στην παιδική γλώσσα, το νερό (Tietze 2016, λ. bu IV, THADS, λ. buva I).
Παιδική λέξη για το νερό ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025