πού
(επίρρ.)
πού
[pu]
Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
Aρχ. επίρρ. ποῦ.
1. Ερωτηματικό τοπ. επίρρημα που εισάγει ευθείες ερωτηματικές προτάσεις, πού
ό.π.τ.
:
Κυρά, εδώ πέρα πού είμεστε;
(Κυρά μου, εδωπέρα πού είμαστε;)
Φλογ.
-Dawk.
Πού πααίν'; είπεν dι ο λύκος σον τσ̑άχαλη
(Πού πας; είπε ο λύκος στο τσακάλι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Νταρά σο μπαχτσ̑ά δέ 'νdαι· πού πήγανε; ευρέτ' ντα.
(Εδώ στον κήπο δεν είναι, πού πήγανε; Βρείτε τους)
Φλογ.
-Dawk.
Το λαχτυλίδα μ' πού το ηύρες;
(Το δαχτυλίδι μου πού το βρήκες;)
Σίλατ.
-Dawk.
Α ναίκα, πού πήγε το φσ̑όκκο;
(Ε γυναίκα, πού πήγε το παιδί;)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Το τεζέ μ' το κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όνdενε παλιωρείς πού να σε πετάσω!
(Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις πού να σε πετάξω;˙ ο ενθουσιασμός για κάτι καινούργιο είναι παροδικός)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Αμή, σου ειπώ, κουρσάτερε, τα κούρσα πού τα ποίκες;
τα κούρσα ποίκα τα σην Ταρσόν, απάνω σ’ Αρζαρούμι ((Για να σε πώ, κουρσευτή, τις λεηλασίες πού τις έκανες;
Τις λεηλασίες τις έκανα στην Ταρσό, επάνω στο Ερζερούμ)) Τελμ. -Lag. Πού υπάς άγορε; που υπάς και μας αφήνεις;
πάγω στα θειά μου, πάγω σια γοϊνικά μου ((Πού πας, νεαρέ; Πού πας και μας αφήνεις;
Πάω στους θείους μου, πάω στους γονείς μου)) Σινασσ. -Lag. Συνών. κάντε, πούθε :1
τα κούρσα ποίκα τα σην Ταρσόν, απάνω σ’ Αρζαρούμι ((Για να σε πώ, κουρσευτή, τις λεηλασίες πού τις έκανες;
Τις λεηλασίες τις έκανα στην Ταρσό, επάνω στο Ερζερούμ)) Τελμ. -Lag. Πού υπάς άγορε; που υπάς και μας αφήνεις;
πάγω στα θειά μου, πάγω σια γοϊνικά μου ((Πού πας, νεαρέ; Πού πας και μας αφήνεις;
Πάω στους θείους μου, πάω στους γονείς μου)) Σινασσ. -Lag. Συνών. κάντε, πούθε :1
2. Ερωτηματ. επίρρ. που εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις, πού
ό.π.τ.
:
Ν'τα 'κουθήσω αdέ τη μα μου, να ιδούμ' πού α υπά
(Θα ακολουθήσω τη μάνα μου, να δούμε πού θα πάει)
Φάρασ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025