πού
(επίρρ.)
πού
[pu]
Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
Aρχ. επίρρ. ποῦ. Ο τύπ. πούι πιθ. λόγω συνεκφ. με επόμενο ρ. είναι (Κεσίσογλου 1951: 12).
Ερωτηματικό τοπ. επίρρημα, πού
ό.π.τ.
:
Κυρά, εδώ πέρα πού είμεστε;
(Κυρά μου, εδωπέρα πού είμαστε;)
Φλογ.
-Dawk.
dαρά σο bαχτσ̑ά δε νdαι. πού πήγανε; ευρέτ' ντα.
(Τώρα στον κήπο δεν είναι, πού πήγανε; Βρείτε τους)
Φλογ.
-Dawk.
Το λαχτυλίδα μ' πού το ηύρες;
(Το δαχτυλίδι μου πού το βρήκες;)
Σίλατ.
-Dawk.
Ν'τα 'κουθήσω αdέ τη μα μου, να ιδούμ' πού α υπά
(Θα ακολουθήσω τη μάνα μου, να δούμε πού θα πάει)
Φάρασ.
-Dawk.
Α ναίκα, πού πήγε το φσ̑όκκο;
(Ε γυναίκα, πού πήγε το παιδί;)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Αμή, σου ειπώ, κουρσάτερε, τα κούρσα, πού τα ποίκες;
τα κούρσα, ποίκα τα σην ταρσόν, απάνω σ’ αρζαρούμη (Για να σε πώ, κουρσευτή, τις λεηλασίες πού τις έκανες;
Τις λεηλασίες τις έκανα στην Ταρσό, επάνω στο Ερζερούμ) Τελμ. -Lag. Πού υπάς άγορε; που υπάς και μας αφήνεις;
πάγω στα θειά μου, πάγω σια γοϊνικά μου (Πού πας, νεαρέ; Πού πας και μας αφήνεις;
Πάω στους θείους μου, πάω στους γονείς μου) Σινασσ. -Lag. Συνών. κάντε
τα κούρσα, ποίκα τα σην ταρσόν, απάνω σ’ αρζαρούμη (Για να σε πώ, κουρσευτή, τις λεηλασίες πού τις έκανες;
Τις λεηλασίες τις έκανα στην Ταρσό, επάνω στο Ερζερούμ) Τελμ. -Lag. Πού υπάς άγορε; που υπάς και μας αφήνεις;
πάγω στα θειά μου, πάγω σια γοϊνικά μου (Πού πας, νεαρέ; Πού πας και μας αφήνεις;
Πάω στους θείους μου, πάω στους γονείς μου) Σινασσ. -Lag. Συνών. κάντε