ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πού (επίρρ.) πού [pu] Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. Aρχ. επίρρ. ποῦ.
1. Ερωτηματικό τοπ. επίρρημα που εισάγει ευθείες ερωτηματικές προτάσεις, πού ό.π.τ. : Κυρά, εδώ πέρα πού είμεστε; (Κυρά μου, εδωπέρα πού είμαστε;) Φλογ. -Dawk. Πού πααίν'; είπεν dι ο λύκος σον τσ̑άχαλη (Πού πας; είπε ο λύκος στο τσακάλι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Νταρά σο μπαχτσ̑ά δέ 'νdαι· πού πήγανε; ευρέτ' ντα. (Εδώ στον κήπο δεν είναι, πού πήγανε; Βρείτε τους) Φλογ. -Dawk. Το λαχτυλίδα μ' πού το ηύρες; (Το δαχτυλίδι μου πού το βρήκες;) Σίλατ. -Dawk. Α ναίκα, πού πήγε το φσ̑όκκο; (Ε γυναίκα, πού πήγε το παιδί;) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Το τεζέ μ' το κόσκινο, πού να σε κρεμάσω, κι όνdενε παλιωρείς πού να σε πετάσω! (Καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω, κι όταν παλιώσεις πού να σε πετάξω;˙ ο ενθουσιασμός για κάτι καινούργιο είναι παροδικός) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Αμή, σου ειπώ, κουρσάτερε, τα κούρσα πού τα ποίκες;
τα κούρσα ποίκα τα σην Ταρσόν, απάνω σ’ Αρζαρούμι
((Για να σε πώ, κουρσευτή, τις λεηλασίες πού τις έκανες;
Τις λεηλασίες τις έκανα στην Ταρσό, επάνω στο Ερζερούμ))
Τελμ. -Lag.
Πού υπάς άγορε; που υπάς και μας αφήνεις;
πάγω στα θειά μου, πάγω σια γοϊνικά μου
((Πού πας, νεαρέ; Πού πας και μας αφήνεις;
Πάω στους θείους μου, πάω στους γονείς μου))
Σινασσ. -Lag.
Συνών. κάντε, πούθε :1
2. Ερωτηματ. επίρρ. που εισάγει πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις, πού ό.π.τ. : Ν'τα 'κουθήσω αdέ τη μα μου, να ιδούμ' πού α υπά (Θα ακολουθήσω τη μάνα μου, να δούμε πού θα πάει) Φάρασ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025