ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πουλάρι (ουσ. ουδ.) πουλάρι [pu'lari] Σινασσ. π'λάρ' [plar] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. πουλάριν (< αρχ. πωλάριον).
1. Πουλάρι, το μικρό του γαϊδάρου ό.π.τ. : Γαϊντουριού π'λάρ' (Γαϊδουριού πουλάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Το π'λάρ' σπάσ̑τεν (Το μουλάρι τρόμαξε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Εκατό γρουσ̑ού γαϊdούρ', ερjακόσ̑α γρουσ̑ού π'λάρ' ντε γεννά (Εκατό γροσιών γαϊδούρι, διακοσίων γροσιών πουλάρι δεν γεννάει˙ Από ανάξιο δεν μπορείς να περιμένεις κάτι καλό) Αραβαν. -Dawk. Συνών. κιρίκα, κουρί :1, τάι
2. Μτφ., άτακτο παιδί Γούρδ.