πουλάρι
(ουσ. ουδ.)
πουλάρι
[pu'lari]
Σινασσ.
π'λάρ'
[plar]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. πουλάριν (< αρχ. πωλάριον).
1. Πουλάρι, το μικρό του γαϊδάρου
ό.π.τ.
:
Γαϊντουριού π'λάρ'
(Γαϊδουριού πουλάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το π'λάρ' σπάσ̑τεν
(Το μουλάρι τρόμαξε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Εκατό γρουσ̑ού γαϊdούρ', ερjακόσ̑α γρουσ̑ού π'λάρ' ντε γεννά
(Εκατό γροσιών γαϊδούρι, διακοσίων γροσιών πουλάρι δεν γεννάει˙ Από ανάξιο δεν μπορείς να περιμένεις κάτι καλό)
Αραβαν.
-Dawk.
Συνών.
κιρίκα, κουρί :1, τάι
2. Μτφ., άτακτο παιδί
Γούρδ.