κιρίκα
(ουσ. ουδ.)
κ͑ιρίκα
[kʰiˈrika]
Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ.
κερίκα
[ceˈrika]
Σινασσ.
κ͑iρίκα
[kʰɯˈrika]
Αραβαν.
κιρίτσα
[ciˈritsa]
Μισθ.
κ͑ουρίκα
[kʰuˈrika]
Ανακ., Αραβαν., Σίλατ.
κ'ρίκα
[ˈkrika]
Σεμέντρ.
κιρίτσα
[ciˈritsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kırık, όπου και τύπ. kuruk, kürük = πουλάρι, γαϊδουράκι (< περσ. kûra = όναγρος) (Tietze 2016, λ. kurik, THADS, λ. kürük I). Για την λ. βλ. και Καραποτόσογλου (2003: 202).
1. Γαϊδοὐρι
Ουλαγ.
:
Το κιρίκα πάασάν ντο ντ' οdά
(Το γαϊδούρι το πήγαν στο δωμάτιο)
Ουλαγ.
-Dawk.
2. Πουλάρι, γαϊδουράκι
Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ.
:
Ιτό κιρίκα τι φάημα σ̑άν'
(Τι φαΐ ρίχνει αυτό το πουλάρι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντου γαϊdούρ' γένντσιν 'να μικρό κιρίκα
(Η γαϊδούρα γέννησε ένα μικρό γαϊδουράκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα βόια, ντoυ γαϊdούρ' τσ' η κιρίτσα, πήραν ντα κλέφτ'
(Τα βόδια, το γαϊδούρι και το γαϊδουράκι τα πήραν κλέφτες)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Συνών.
κουρί, πουλάρι :1, τάι