κιρεμιτώνα
(επίθ.)
κιρεμιτώνα
[ciremiˈtona]
Φάρασ.
Από το ουσ. κεραμίτι, όπ. και τύπ. κιρεμίτ' και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Κεραμιδένιος