ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιρετσλατίζω (ρ.) κιρατσ̑λατίζω [ciratʃlaˈtizo] Φάρασ. κιρατλατίζω [ciratlaˈtizo] Τροχ. κερεσ̑λαΐζω [cereʃlaˈizu] Μισθ. κερισλαΐζου [cerislaˈizu] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. kireçlemek = ασβεστώνω.
Ασβεστώνω, ασπρίζω με ασβέστη ό.π.τ. : Μαυτοί μας κερεσ̑λάτ'σαμ' ντου σπίτ' (Μόνοι μας ασβεστώσαμε το σπίτι) Μισθ. -Φατ. Σάbαχτα 'ου πρωί να έρ' να κερισλαΐσου (Αύριο το πρωί θα έρθω να ασπρίσω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ογώ σήμερα γιουρούλτ'σα, γιάι κερεσ̑λάτ'σ̑α εκείνου ντου ντρόμου, είδες τ' άσπρα που ήταν (Εγώ σήμερα κουράστηκα, γιατί ασβέστωσα εκείνο τον δρόμο, είδες τι άσπρος που ήταν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ασπρίζω