κιρετσλατίζω
(ρ.)
κιρατσ̑λατίζω
[ciratʃlaˈtizo]
Φάρασ.
κιρατλατίζω
[ciratlaˈtizo]
Τροχ.
κερεσ̑λαΐζω
[cereʃlaˈizu]
Μισθ.
κερισλαΐζου
[cerislaˈizu]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. kireçlemek = ασβεστώνω.
Ασβεστώνω, ασπρίζω με ασβέστη
ό.π.τ.
:
Μαυτοί μας κερεσ̑λάτ'σαμ' ντου σπίτ'
(Μόνοι μας ασβεστώσαμε το σπίτι)
Μισθ.
-Φατ.
Σάbαχτα 'ου πρωί να έρ' να κερισλαΐσου
(Αύριο το πρωί θα έρθω να ασπρίσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ σήμερα γιουρούλτ'σα, γιάι κερεσ̑λάτ'σ̑α εκείνου ντου ντρόμου, είδες τ' άσπρα που ήταν
(Εγώ σήμερα κουράστηκα, γιατί ασβέστωσα εκείνο τον δρόμο, είδες τι άσπρος που ήταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ασπρίζω