κιρλεντώ
(ρ.)
κιρλεdώ
[cirleˈdo]
Φλογ.
Αόρ.
κιρλέd'σα
[kirˈledsa]
Φλογ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ρ. kirlemek = λερώνω (Redhouse).
Λερώνω
Συνών.
μπατιρντίζω, ρυπώνω, ρυπιάνω