ρυπιάνω
(ρ.)
ρυπιάνω
[riˈpçano]
Αραβαν.
Αόρ.
ρύπιασα
[ˈripçasa]
Αραβαν.
Από το αρχ. ρ. ῥυπαίνω. O τύπ. ρυπώνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώνω.