ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ρυπιάνω (ρ.) ρυπιάνω [riˈpçano] Αραβαν. Αόρ. ρύπιασα [ˈripçasa] Αραβαν. Από το αρχ. ρ. ῥυπαίνω. O τύπ. ρυπώνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώνω.
Λερώνω Αραβαν. : Ρύπιασε το κιφάλι μ' (Λερώθηκε το κεφάλι μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. βάφω :2, βουτώ, κιρλεντώ, μαγαρίζω, πισλετίζω, ρυπώνω