ρυπωριέρης
(ουσ. αρσ.)
ρυπωριέρ'
[ripoˈrʝer]
Φάρασ.
Από το ρ. ρυπώνω και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Βρωμιάρης, ρυπαρός
Συνών.
βρωμιάρης :1, γουνατζάχ, κιοτού, μποκλούς, πίσι