ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ροφωτός (επίθ.) ροφωτός [rofοˈtos] Φάρασ. ρουφωτός [rufo'tos] Φάρασ. ροφωτό [rofo'to] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. ροφουτό [rofuˈto] Φλογ. λοφωτό [lofoʹto] Σίλ. λοφ'τό [loʹfto] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. rafadan = αβγό μελάτο, όπου και παλ. τύπ. rufadan (ήδη από τον 15ο αι.). Ορισμένοι αποδίδουν αραβική προέλευση, βλ. Καραποτόσογλου (1998-1999: 139-140). Ο Meyer (1893: 57), όσο και οι Συμεωνίδης (Symeonidis 1976: 91), Tzitizlis (1987α: 110), Nişanyan (2002-2022: λ. rafadan), Eren (2020: λ. rafadan) και (Tietze 2018: λ. rafadan/rufadan) δέχονται ως ετυμολογικό πρόγονο το μεταγν. επίθ. ῥοφητός = αυτός που μπορεί να ρουφηχτεί. Πβ. την νεότ. φρ. αβγά ρουφητά (Μηνάς 2012: 284).
1. Μελάτος (για αβγά) ό.π.τ. : Ροφωτά 'βά (Αβγά μελάτα) Φάρασ. -Ανδρ. Τ’ αβγό να μου τα ποίσ’τι λοφοτό (To αβγό μου να το κάνετε μελάτο) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Απαλός Φάρασ. : Ρουφωτά σ̑έρε (απαλά χέρια) Φάρασ. -Ανδρ.