παλαχός
(επίθ.)
παλαχός
[palaʹxos]
Σινασσ.
Αγν. ετύμ. Πβ. ν.ε. διαλεκτ. επίθ. παλαγός/παλαός/παλό (Σάμος), απαλαγός (Στερεά Ελλάδα), παλαΰς (Θήρα) = α) μαλακός, (για ψωμί) φρέσκος β) ως ουσ., φρέσκο ψωμί, και ρ. παλαγεύω (Εύβοια), παλααίνω (Σάμος), παλαΰνω (Θήρα) = μαλακώνω, το οπ. σύμφωνα με τον Dieterich (1908:220) προέρχεται από το αρχ. ρ. παλάσσω = α) περιρραίνω, ραντίζω β) βρωμίζω, το οπ. σύμφωνα με τον ίδιο έχει τη ν.ε. διαλεκτ. σημ. ‘ανακατεύω, αναμειγνύω’ (Σμύρνη), ενώ σημειώνει ότι παλα(γ)ό ψωμί είναι ο άρτος από αναμεμειγμένο αλεύρι, το σμιγάδι. Ο Άμαντος (1916: 127), υιοθετώντας την πρόταση του Dieterich, συνδέει ετυμολογικώς το επίθ. με το πρώιμ. μεσν. επίθ. σιαλοπάλλαγος (πβ. Ἡσύχ. Σ 558 «σιαλοπάλλαγος· ὁ παράληρος, καὶ ἀνόητος», το οπ. όμως ερμηνεύει κυριολεκτικώς ως «αυτός που βρέχεται με σάλια, σαλιάρης». Οι παραπάνω ετυμολογικές προτάσεις προβληματικές (πιθ. το σμυρνιώτικο παλάσσω ανάγεται στο μαλάσσω). Πιθανότ. η ετυμολόγηση από το επίθ. μαλακός (πβ. και επίθ. μαλαγός = μαλακός (Εύβοια), μαλαγώνω = μαλακώνω (Εύβοια)) με μορφολ. επίδρ. του συνων. επιθ. απαλός.
Λείος, ομαλός