παλαχός
(επίθ.)
παλαχός
[palaˈxos]
Σινασσ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. συνδέεται με τους τύπ. παλαγός, απαλαγός, παλαΰς = μαλακός, φρέσκος και ρ. παλαγεύω, παλαΰνω = μαλακώνω που απαντούν σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (αρχείο ΙΛΝΕ), επίσης αγν. ετύμ. Εναλλακτικά από το επίθ. μαλακός με μορφολ. επίδρ. του συνων. επιθ. απαλός.
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025