πακλίγι
(ουσ. ουδ.)
πακλίγι
[paˈkliʝi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. paklık = α) καθαριότητα β) καθαρότητα.
Καθαριότητα
:
Κεί' τ' Σίλλιας μας πακλίγι!
(Εκείνη η καθαριότητα (των νοικοκυρών) της Σίλλης μας!)
Σίλ.
-Καρίπ.
Αφήστιν κι πακλίγιν τους
(Aφήστε πια η καθαριότητά τους!)
Σίλ.
-Καρίπ.