ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πακλίγι (ουσ. ουδ.) πακλίγι [paˈkliʝi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. paklık = α) καθαριότητα β) καθαρότητα.
Καθαριότητα : Κεί' τ' Σίλλιας μας πακλίγι! (Εκείνη η καθαριότητα (των νοικοκυρών) της Σίλλης μας!) Σίλ. -Καρίπ. Αφήστιν κι πακλίγιν τους (Aφήστε πια η καθαριότητά τους!) Σίλ. -Καρίπ.