παίρημα
(ουσ. ουδ.)
παίρημα
[ˈperima]
Ουλαγ.
Από το ρ. παίρνω, όπου και τύπ. παίρω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025