παίρημα
(ουσ.)
παίρημα
[ˈperima]
Ουλαγ.
Από το ρ. παίρω (θ. παιρ-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πάρσιμο
:
Απ' εκείνο παράγια ντο παίρημα πολύ ζόρ' 'ναι
(Από εκείνον λεφτά για να πάρεις, πολύ δύσκολο είναι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
πάρσιμο