παίζημα
(ουσ. ουδ.)
παίζημα
[ˈpezima]
Ουλαγ.
Από το ρ. παίζω (θ. παιζ-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Χορός
Συνών.
παίγνη, παίξιμο :2
2. Παιχνίδι
Τροποποιήθηκε: 17/08/2025