παίζημα
(ουσ. ουδ.)
παίζημα
[ˈpezima]
Ουλαγ.
Από το ρ. παίζω (θ. παιζ-) και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Παιχνίδι
Συνών.
ογιούνι :1, οϊντσάχ, παίξιμο :1
2. Χορός
Συνών.
παίγνη, παίξιμο :2
Τροποποιήθηκε: 01/10/2025