παθιάρης
(επίθ.)
παθιάρ'
[paˈθçar]
Μαλακ.
Από το ουσ. πάθος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης. Η λ. Πόντ. και απαντά και στη λεξικογραφική παραγωγή.
Φιλάσθενος
Συνών.
αστενάρης