παθιάρης
(επίθ.)
παθιάρ'
[paˈθçar]
Μαλακ.
Από το ουσ. πάθος και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Φιλάσθενος
Συνών.
αστενάρης
Τροποποιήθηκε: 17/07/2025